- τρογύρω
- και τρογύρου Νεπίρρ. βλ. τριγύρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριγύρω — ΝΜ και τριγύρα και τριγύρου και τρογύρω Ν επίρρ. γύρω γύρω, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίρρ. τριγύρω έχει σχηματιστεί από το επιτατ. τρι * και το επίρρ. γύρω (για την επίταση στη λ. πρβλ. τη φρ. γύρου τριγύρου).… … Dictionary of Greek
ολοτρό(γ)υρα — επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω («τα βοσκόπουλα καθίζουν ολοτρόυρ απ τον ξένο», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + τρογύρω] … Dictionary of Greek